- ἀκρομανής
- ἀκρομανήςon the verge of madnessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρομανής — ἀκρομανής, ές (Α) 1. αυτός πού βρίσκεται στα πρόθυρα τής παραφροσύνης, τής τρέλας 2. κάπως τρελός, τρελούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + μανής < ἐμάνην < μαίνομαι] … Dictionary of Greek
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek